Παρών - Παρόν
παρών < αρχαία ελληνική παρών , μετοχή ενεστώτα του πάρειμι > που παρευρίσκεται σε κάποιο σημείο ή σε κάποια συνάθροιση
παρόν < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο της μετοχής παρών >το διάστημα του χρόνου στο οποίο υπάρχομε κι ενεργούμε, σε αντιδιαστολή με το παρελθόν και το μέλλον
Δίνω το παρών και όχι δίνω το παρόν ! ! ! Λάθος που κάνουν αρκετοί . . .