Historie Repetit Se

  • Δημιουργός θέματος DeletedUser10021
  • Ημερομηνία έναρξης

DeletedUser10021

Guest
Παρίσι 2016. Μια νεαρή ψυχίατρος ξέκινα να διηγείται μια πραγματική ιστορία σε ένα συνέδριο...
Θάσος 2002. Ο Άγγελος, ένας 15αχρονος θασίτης γόης ερωτεύεται τη Δωρίδα, τη μοναδική κοπέλα στο νησί που δεν τον θέλει..... (....) .Τελικά μετά από λίγο καιρό την κερδίζει.. Στις 11 Ιουνιου, ο αδερφός της ο Αλέξανδρος δολοφονειται... Η Δωρίδα αποφασιζει να αυτοκτονησει.(20\06\2002) Ο Άγγελος παει στην Τρυπητή για να την εμποδισει να το κανει... Ξαφνικά ένα αυτοκίνητο χτυπά τον Άγγελο στο κεφαλι και παρασυρει κ σκοτωνει την Δωριδα... Ο Αγγελος πεφτει σε κώμα... Όταν συνέρχεται, θύμαται τα παντα, εκτος απο την Δωριδα... Έτσι όλο το νησί απόφασιζει να υποκριθει, για το καλο του, ότι η Δωριδα δεν υπηρξε ποτε... Η Ραφαελα (η μετεπειτα ψυχιατρος) ερωτευεται τον Αγγελο ομως αυτος την απορριπτει, γιατι ειναι σαν αδερφη του...
Θάσος 2012.(20\ο6\2012) Στο νησι καταφτανει μια Ελληνοαιγυπτια αρχαιολογος που ειναι ολοιδια η Δωρίδα...

(συνεχιζεται....)
 

DeletedUser10021

Guest
παρακαλώ πείτε μου τη γνώμη σας για να συνεχίσω!!!!
 

8EAGENHS

Forum Leader
[8EA]Συνέχισε, υπό προϋποθέσεις.
Προϋπόθεση α) θέλουμε περισσότερες λεπτομέρειες κι όχι περίληψη και προϋπόθεση β) θέλουμε περιγραφές μερικών θαυμαστών χώρων του πανέμορφου νησιού όπως η εικόνα που παραθέτω ή το Διαπόρι για παράδειγμα. (αν βάλεις το Διαπόρι, βάλε κι εμένα σε μια γωνία να ψαρεύω και να μιλάω χαράματα με τ' αηδόνια). [/8EA]
539288_4061234326803_752769223_n.jpg
 

8EAGENHS

Forum Leader
[8EA]Επειδή το "θα" το σπείραν και δεν φύτρωσε κι επειδή είμαι πεισματάρης και ανυπόμονος, φτιάχνω το κομμάτι που θέλω και στο χαρίζω να το προσθέσεις. [/8EA]
Ο γερο-Θεαγένης, συμμαζεύτηκε στον στενό βράχο, 'κεί όπου έσκαγε το κύμα κάπως υπόκωφα και συμμάζεψε τα ψαρικά του σύνεργα. Άβολος ο βράχος, αλλά συνήθιζε πάντα να διαλέγει τα δυσκολοψάρευτα σημεία εκεί στο Διαπόρι. Όχι ότι το νησάκι, ή όπως αλλιώς μπορεί να τον πει κανείς αυτόν τον λοφίσκο που ενώνεται και δεν ενώνεται με το υπόλοιπο νησί, είχε και πολλά άνετα καθίσματα για ψάρεμα, αλλά πάντα είχε καλύτερα απ' αυτά που διάλεγε ο γέρος.
Πάνε χρόνια από την τελευταία φορά που ήρθε εδώ για ψάρεμα. Κάποτε ερχόταν 2-3 φορές το μήνα, αλλά η πρόσβαση στο νησάκι απαιτούσε αναρριχητικές ικανότητες κι αυτό το άσθμα που τον ταλάνιζε τα τελευταία χρόνια δεν του επέτρεπε τόσο δύσκολες εκδρομές. Τον τελευταίο καιρό η θεραπεία που έκανε άρχισε να πιάνει τόπο κι έτσι αποφάσισε να εκδράμει, αν και το θεώρησε κατά κάποιον τρόπο αποκοτιά, αλλά πότε νόμισε τον εαυτό του δειλό, για να τον νομίσει και τώρα;
Είχε σουρουπώσει αρκετά και κρατούσε ήδη και την ανάσα του ακόμη, ψηλαφίζοντας σχεδόν την πετονιά, και προσπαθώντας να αφουγκραστεί με όλες τις αισθήσεις του το παραμικρό παιχνίδισμα που θα έκανε κάποιος τεράστιος σαργός με το δόλωμά του. Η ώρα περνούσε όμως κι ενώ όλες οι συνθήκες θεωρητικά ήταν τέλειες για μια καλή ψαρονυχτιά, εν τούτοις η πετονιά έμενε ακίνητη, με μια καμπύλη απαλή και ειρωνική να δοκιμάζει τα νεύρα του στωικού γέροντα.
Ήξερε ότι κάποια στιγμή τα ψάρια θα φάνε. Το μέρος ήταν ελπιδοφόρο και ποτέ δεν τον άφησε να φύγει με άδειο το καλάθι. Μα θα ήταν απόγεμα, μα αργά το βράδυ, θες χαράματα, θες πρωί με ντάλα τον ήλιο, πάντα έπαιρνε ένα μεγάλο ψάρι.
Απόλυτη ησυχία επικρατούσε στην περιοχή κι ενώ κάποια στιγμή η θάλασσα πήρε να θυμώνει κάπως , το κουφονότι γρήγορα κόπασε μειώνοντας τις ελπίδες του γέρου για μια γρήγορη καλή ψαριά. Το σκοτάδι ήδη πήχτωσε αρκετά κι ο γέρος άρχισε να λοξοκοιτάζει προς το μέρος που είχε φτιάξει το κατάλυμά του. Υπήρχε πάντα ένας νεκρός χρόνος, μέσα στην καρδιά της νύχτας, που ποτέ μα ποτέ δεν έπιασε ένα ψάρι. Αυτόν τον χρόνο τον εκμεταλλευόταν για να πλαγιάσει λίγο, πάνω σε έναν γερμένο, ελαφρώς επίπεδο βράχο.
Τη στιγμή που άρχισε να μαζεύει την πετονιά του, ένα δυνατό φτερούγισμα κι ένα κύμα αέρα που έστειλαν στο πρόσωπό του αυτά τα τεράστια φτερά, τον έκαναν να τιναχτεί και να ξεροκαταπιεί. Γέρνοντας προς τα πίσω, έστρεψε το βλέμμα του στον διπλανό βράχο, που ήταν σχεδόν κολλητός με το δικό του, αλλά κανένα μέτρο ψηλότερος.
Έριξε το φακό του για να διαλύσει το πηχτό σκοτάδι κι ένοιωσε σαν δυο πύρινα καρφιά τα μάτια μιας τεράστιας κουκουβάγιας, να τρυπούν τα δικά του μάτια, με δυο τρύπες που έφταναν μέχρι το στομάχι του. Τον έκοψε κρύος ιδρώτας. Όχι, όχι επειδή φοβόταν το πουλί, αλλά γιατί ένοιωσε πως η παρουσία του πουλιού εκεί, είχε κάποιο λόγο κι ότι αυτός ο λόγος τον αφορούσε ή τουλάχιστον θα γινόταν κοινωνός κάποιας γνώσης ή γεγονότος.


Συνεχίζεται σίγουρα κι αυτό είναι προειδοποίηση :)
 
Τελευταία επεξεργασία:

8EAGENHS

Forum Leader
«Ξέρω, δεν τρόμαξες, αλλά θα περιμένω λίγο μέχρι να πιστέψεις αυτό που βλέπεις κι αυτό που ακούς, για να σου πω μετά αυτό που θέλω».
Ένοιωσε ή άκουσε τα λόγια αυτά ο Θεαγένης; Δεν βγήκε ήχος από το γαμψό στόμα του πουλιού, αλλά «άκουσε» με κάποιον μαγικό τρόπο τα λόγια αυτά μέσα του. Με τα αυτιά της καρδιάς ίσως, μπορεί απ’ τον παλμό των σπλάχνων να δημιουργήθηκαν οι λέξεις, αλλά το σίγουρο ήταν ότι τις άκουσε, τις αισθάνθηκε, τις κατάλαβε. Ήταν καθάριες λέξεις και η φωνή έμοιαζε γυναικεία και ντυμένη στο μετάξι. «Μην αναρωτιέσαι αν είναι αλήθεια, σωστά ακούς και βλέπεις και το ίδιο σωστά σκέφτεσαι πως αν μου μιλήσεις εγώ θα σ’ ακούσω, είτε μου μιλήσεις με τη γλώσσα είτε με τη σκέψη».
Σηκώθηκε όρθιος πάνω στον στενό βράχο ο γέρος και πισωπάτησε ελαφρά, υπολογίζοντας ότι ο χώρος πίσω του δεν ήταν μεγάλος. Τα μάτια του πουλιού και του άνδρα ενώθηκαν τώρα με μια ευθεία, στο ίδιο ύψος. Ασυναίσθητα χαμήλωσε τον φακό του και διαπίστωσε ότι το πουλί ήταν περιβεβλημένο με μια ελαφρώς φωτεινή, υγρή αύρα, κάτι σαν αρύ γάλα. Το έβλεπε αχνά αλλά καθαρά, ενώ πίσω απ’ αυτό η ματιά πνιγόταν σε βαθύ σκοτάδι. Έσβησε τελείως το φακό και τον απίθωσε μαζί με τα άλλα σύνεργα. Τεντώθηκε λίγο για να αποτινάξει μαζί με το μούδιασμα και την ψιλή νυχτερινή υγρασία που τον είχε ήδη τυλίξει.
«Ξέρω τα πάντα για ‘σένα κι αν ακούσεις να σε ρωτάω κάποια πράγματα, δεν θα είναι επειδή δεν τα ξέρω και θέλω να τα μάθω, αλλά για να σου τα φέρω στο νου και να είναι έτοιμα και χρήσιμα για τη συζήτησή μας. Με λένε Παλλάθη Δάνα και με ξέρεις κι εσύ αρκετά καλά, αλλά μόνον από φήμες κι από τα πολλά διαβάσματα με τα οποία έντυσες την ανήσυχη και άτακτη ζωή σου. Αλλά πες μου, ξένε, πώς και θέλεις να παραμένεις μια ζωή τόσο απλός, μιας και ξέρεις ποιο είναι το αρχαίο πνεύμα σου και πόσα μπορείς να κάνεις»;
«Ξέρεις ότι είμαι ξένος, δείχνεις ότι ξέρεις κάτι ή ότι μπορείς να καταλάβεις πράγματα»;
«Ντόπιος δεν είσαι, Θεαγένη, όχι σ’ αυτήν τη ζωή τουλάχιστον, οι ντόπιοι δεν ψαρεύουν νύχτα σ’ αυτά τα μέρη, φοβούνται τα στοιχειά».
«Όχι κι άδικα ε; θα εμφανιζόσουν ποτέ σε ντόπιο»;
«Δεν έχω εμφανιστεί στα μέρη αυτά εδώ και εκατοντάδες έτη, ούτε εμφανίζομαι όπου κάνω κέφι, αν δεν υπάρχει σοβαρός λόγος ή αν δεν υπάρχει θείο έργο να επιτελεστεί»
=============

«Εδώ σοβαρεύουν τα πράγματα, τα λόγια σου γίνονται απότομα βαριά και δυσβάστακτα, τι είναι αυτά που μου λες; Ξέρω πως μικρός κρίκος είμαι της θείας αλυσίδας, όπως και κάθε άνθρωπος, αλλά δεν είμαι ο κρίκος ο πιο δυνατός που θα αντέξει ένα ειδικής βαρύτητας συμβάν, τουλάχιστον δεν θέλω».
«Δεν σε κακίζω, γέροντα, η λήθη με την οποία ενδύει τους ανθρώπους ο Πατέρας πριν γεννηθούν, αυτή ευθύνεται, για προστασία του ανθρώπου γίνεται αυτό εξ άλλου. Αλλά να, είδες που δυσκολεύει αρκετά το θείο έργο. Το Πνεύμα σου είναι ορκισμένο, από τη στιγμή που παλμοδονήθηκε για πρώτη φορά στο άπειρο, σαν βγήκε υπό μορφή πνοής μέσα απ’ τα στήθια του Πατέρα. Είναι αρχαίο το πνεύμα σου από τα πολύ φωτεινά και τα προορισμένα να χαράξουν και να δείξουν την πορεία σε άλλα μεταγενέστερα πνεύματα. Πολλές ζωές έζησε, σε πολλά και διάφορα σώματα, τα περισσότερα με ονόματα που έμειναν χαραγμένα στην ιστορία. Ελάχιστες ήταν οι φορές που ενσαρκώθηκες σαν άσημος κι αφανής, αλλά και τότε ακόμη είχες σοβαρή αποστολή. Δεν θα σου πω άλλα για το παρελθόν, πιθανόν να τελματωθείς μέσα στο αφυπνισμένο «εγώ» σου αν τα’ ακούσεις όλα και να μην σε συγκινήσει η τωρινή σου αποστολή».
«Μα τι ακούω; Στα στερνά της ζωής μου τι αποστολή μπορώ να φέρω σε πέρας; Εγώ είμαι αδύναμος πια, δεν είναι ο καιρός μου που έπιανα την πέτρα και έβγαζα τον χυμό της. Και το μυαλό μου ακόμη, το νιώθω να κάνει ταξίδια προς το πουθενά και να μη θέλει να επιστρέψει πίσω. Σύντομα, θαρρώ πως θα με καλέσει κοντά του ο Πατέρας. Αλλά πες μου, έτσι για να μην μείνω με την απορία, σε ποιο σημείο θα μπορούσα να φανώ εγώ τώρα χρήσιμος, με ποιο τρόπο θα μπορούσα να προσφέρω στην θεία νομοτέλεια»;
«Στο καφενείο του χωριού που στάθηκες για να ξαποστάσεις, άκουσες την ιστορία που συζητούσαν εκείνοι τρεις ντόπιοι. Ξέρω ότι στ’ αυτιά σου αντηχούσε σαν παραμύθι, αλλά κατά βάθος ξέρεις ότι δεν είναι.
Και το ξέρεις, γιατί σκίρτησες όταν άκουσες κείνο το όνομα της κόρης, ξέρεις ότι οι δονήσεις του ονόματος είναι γνωστές, αλλά δεν θυμάσαι από πού. Δεν θυμάσαι που αυτό το όνομα το φώναζες τόσο τρυφερά, δεν θυμάσαι που προσέφερες τη ζωή σου την ίδια, πριν 2000 χρόνια, για να λάμψει το αστέρι της μονάκριβής σου κόρης, της Δωριίδας».


Συνεχίζεται...
 
Τελευταία επεξεργασία:

DeletedUser10021

Guest
Εξήγησέ μου λίγο τι γίνεται, γιατί εσύ φίλε μου την προχωρησες την ιστορία λιγο περισσότερο από εμένα...


ΥΓ: ωραίο ήταν!
 

8EAGENHS

Forum Leader
Μα εσύ ούτε καν άρχισες, μαύρη πέτρα έριξες. Εγώ παρέθεσα 2-3 σελίδες από τις 150 που θα έχει η ιστορία και που θεωρητικά θα τις γράψεις εσύ.
 

DeletedUser10021

Guest
ΛΟΙΠΟΝ ΑΡΓΗΣΑ ΥΠΕΡΒΟΛΙΚΑ ΑΛΛΑ ΛΕΝΕ ΚΑΛΛΙΟ ΑΡΓΑ ΠΑΡΑ ΠΟΤΕ.... ΕΙΝΑΙ ΠΟΥ ΑΥΤΟΥΣ ΤΟΥΣ ΜΗΝΕΣ ΠΕΡΑΣΑ ΠΟΛΛΑ....
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΑ:
ΟΚΤΩΒΡΙΟΣ
πεθανε η γιαγια μου, σκοτωθηκε ενα παιδι στη Θασο 18 χρονων, ηταν τα 100 χρονια απο την Απελευθερωση του νησιου (το μονο καλο γιατι ημουν σημαιοφορος), πηγα σε διαγωνισμο μαθηματικων (Βατερλό)....
ΝΟΕΜΒΡΙΟΣ
τσακωθηκα με την μεχρι τοτε κολλητη μου (και δεν θελω να τα ξαναβρουμε!!!)
ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ
πηραμε βαθμους, και εδωσα εξετασεις στο ταε κβο ντο...

για να μην τα πολυλογω το αφησα λιγο και ξεκινησα να γραφω ενα αλλο το "ΠΟΛΕΜΙΣΤΕΣ1:ΤΟ ΤΑΓΜΑ ΤΟΥ ΤΙΓΡΗ"
βαζω τον προλογο του Α' Μερους του οποιου την περιληψη εδωσα παραπανω..
 

8EAGENHS

Forum Leader
[8ea]Καλά, κλειδώνει προς το παρόν για να αποφύγουμε συστηματικό κυνήγι αναρτήσεων κι όταν είναι να συνεχίσεις, μου στέλνεις προσωπικό μήνυμα για να το ξεκλειδώσω.[/8ea]
 

DeletedUser10021

Guest
Ο ξύλινος σταυρός προσγειώθηκε στα παγωμένα νερά της θάλασσας. Αμέσως οι κολυμβητές βούτηξαν. Ο κόσμος που ήταν μαζεμένος στο μεγάλο λιμάνι του Πρίνου άρχισε να ζητωκραυγάζει. Ήθελε, πράγματι, πολύ θάρρος να επιχειρήσεις να βουτήξεις για τον σταυρό, μια από τις πιο κρύες χρονιές που πέρασαν ποτέ από τη Θάσο.
Μέσα από τα κύματα ξεπρόβαλλε ένα νεαρό αγόρι, με τον σταυρό στο χέρι. Ένα κορίτσι ανάμεσα στους παρευρισκόμενους, άρχισε να κραυγάζει το όνομά του. Της χαμογέλασε καθώς έβγαινε από τα νέρα. Αυτή έτρεξε και τον τύλιξε με την πετσέτα που κρατούσε. << Συγχαρητήρια!>> του ψυθίρησε αγκαλιάζοντάς τον. Ανταπέδωσε το αγκάλιασμά της. <<Πάμε σε μια καφετέρια να αλλάξω>> της είπε χωρίς να την αφήσει. <<Εδώ έχει παγωνιά>>, συμφώνησε. Περπάτησαν μαζί μέχρι που βγήκαν από το λιμάνι, προσπερνώντας το κόσμο που τον συγχέρονταν. Το βλέμμα του σταμάτησε στα εισητήρια. Έσφιξε το κορίτσι προστατευτικά στην αγκαλιά του. Απέναντι τους στεκόνταν ένα κορίτσι και ένα αγόρι. Το αγόρι τους πλησίασε. <<Άγγελε, συγχαρητήρια!>>, του είπε χαμογελώντας. << Ευχαριστώ, Αλέξανδρε!>>, απάντησε εκείνος. Ο Αλέξανδρος αγριοκοίταξε την αδερφή του. << Συγχαρητήρια, Άγγελε!>>, είπε εκείνη με προσποιητά αδιάφορο τόνο. << Σ' ευχαριστώ, Δωρίδα>>, απάντησε εκείνος, κρύβοντας τα συναισθήματα του.
Το βλέμμα του Αλέξανδρου καρφώθηκε στην κοπέλα δίπλα στον Άγγελο. << Η Ραφαέλα δεν είσαι;>>, ρώτησε έκπληκτος, <<Μεγάλωσες πολύ! Και ομόρφυνες ακόμα περισσότερο!>>, της είπε κλείνοντάς της το μάτι. <<Ευχαρίστω!>>, απάντησε βιαστικά προσπαθώντας να μην κοκκινίσει. Ο Αλέξανδρος ήταν ψηλός και κατάξανθος με κατάμαυρα μάτια...
Η Ραφαέλα προσπαθώντας να θυμηθεί πώς να αναπνεύσει στράφηκε προς τον Άγγελο. <<Πάμε να αλλάξεις πριν κρυώσεις.>>, του είπε, <<Αντίο, παιδιά!>>
Μπήκαν στην καφετέρια. Αφού άλλαξε ο Άγγελος, κάθισανσε ένα τραπέζι. <<Ακόμα δεν μπορώ να πιστέψω ότι τον έπιασες!>>, είπε η Ραφαέλα με θαυμασμό. Ο Άγγελος δεν φάνηκε να την ακούει. <<Είδες πως φέρθηκε;>>, τη ρώτησε ξαφνικά. <<Ποια; Η Δωρίδα; Άγγελε, ξεκόλλα επιτέλους!>>. Ο Άγγελος χτύπησε τις γροθιές του στο τραπέζι. <<Δεν μπορώ, γαμώτο! Ραφαέλα, κατάλαβέ με δεν...>>. Η Ραφαέλα άγγιξε το μπράτσο του. << Άσ'τα αυτά τώρα! Όλα θα γίνουν όπως τα θες, στην ώρα τους...>>.
 
Κορυφή