«Ξέρω, δεν τρόμαξες, αλλά θα περιμένω λίγο μέχρι να πιστέψεις αυτό που βλέπεις κι αυτό που ακούς, για να σου πω μετά αυτό που θέλω».
Ένοιωσε ή άκουσε τα λόγια αυτά ο Θεαγένης; Δεν βγήκε ήχος από το γαμψό στόμα του πουλιού, αλλά «άκουσε» με κάποιον μαγικό τρόπο τα λόγια αυτά μέσα του. Με τα αυτιά της καρδιάς ίσως, μπορεί απ’ τον παλμό των σπλάχνων να δημιουργήθηκαν οι λέξεις, αλλά το σίγουρο ήταν ότι τις άκουσε, τις αισθάνθηκε, τις κατάλαβε. Ήταν καθάριες λέξεις και η φωνή έμοιαζε γυναικεία και ντυμένη στο μετάξι. «Μην αναρωτιέσαι αν είναι αλήθεια, σωστά ακούς και βλέπεις και το ίδιο σωστά σκέφτεσαι πως αν μου μιλήσεις εγώ θα σ’ ακούσω, είτε μου μιλήσεις με τη γλώσσα είτε με τη σκέψη».
Σηκώθηκε όρθιος πάνω στον στενό βράχο ο γέρος και πισωπάτησε ελαφρά, υπολογίζοντας ότι ο χώρος πίσω του δεν ήταν μεγάλος. Τα μάτια του πουλιού και του άνδρα ενώθηκαν τώρα με μια ευθεία, στο ίδιο ύψος. Ασυναίσθητα χαμήλωσε τον φακό του και διαπίστωσε ότι το πουλί ήταν περιβεβλημένο με μια ελαφρώς φωτεινή, υγρή αύρα, κάτι σαν αρύ γάλα. Το έβλεπε αχνά αλλά καθαρά, ενώ πίσω απ’ αυτό η ματιά πνιγόταν σε βαθύ σκοτάδι. Έσβησε τελείως το φακό και τον απίθωσε μαζί με τα άλλα σύνεργα. Τεντώθηκε λίγο για να αποτινάξει μαζί με το μούδιασμα και την ψιλή νυχτερινή υγρασία που τον είχε ήδη τυλίξει.
«Ξέρω τα πάντα για ‘σένα κι αν ακούσεις να σε ρωτάω κάποια πράγματα, δεν θα είναι επειδή δεν τα ξέρω και θέλω να τα μάθω, αλλά για να σου τα φέρω στο νου και να είναι έτοιμα και χρήσιμα για τη συζήτησή μας. Με λένε Παλλάθη Δάνα και με ξέρεις κι εσύ αρκετά καλά, αλλά μόνον από φήμες κι από τα πολλά διαβάσματα με τα οποία έντυσες την ανήσυχη και άτακτη ζωή σου. Αλλά πες μου, ξένε, πώς και θέλεις να παραμένεις μια ζωή τόσο απλός, μιας και ξέρεις ποιο είναι το αρχαίο πνεύμα σου και πόσα μπορείς να κάνεις»;
«Ξέρεις ότι είμαι ξένος, δείχνεις ότι ξέρεις κάτι ή ότι μπορείς να καταλάβεις πράγματα»;
«Ντόπιος δεν είσαι, Θεαγένη, όχι σ’ αυτήν τη ζωή τουλάχιστον, οι ντόπιοι δεν ψαρεύουν νύχτα σ’ αυτά τα μέρη, φοβούνται τα στοιχειά».
«Όχι κι άδικα ε; θα εμφανιζόσουν ποτέ σε ντόπιο»;
«Δεν έχω εμφανιστεί στα μέρη αυτά εδώ και εκατοντάδες έτη, ούτε εμφανίζομαι όπου κάνω κέφι, αν δεν υπάρχει σοβαρός λόγος ή αν δεν υπάρχει θείο έργο να επιτελεστεί»
=============
«Εδώ σοβαρεύουν τα πράγματα, τα λόγια σου γίνονται απότομα βαριά και δυσβάστακτα, τι είναι αυτά που μου λες; Ξέρω πως μικρός κρίκος είμαι της θείας αλυσίδας, όπως και κάθε άνθρωπος, αλλά δεν είμαι ο κρίκος ο πιο δυνατός που θα αντέξει ένα ειδικής βαρύτητας συμβάν, τουλάχιστον δεν θέλω».
«Δεν σε κακίζω, γέροντα, η λήθη με την οποία ενδύει τους ανθρώπους ο Πατέρας πριν γεννηθούν, αυτή ευθύνεται, για προστασία του ανθρώπου γίνεται αυτό εξ άλλου. Αλλά να, είδες που δυσκολεύει αρκετά το θείο έργο. Το Πνεύμα σου είναι ορκισμένο, από τη στιγμή που παλμοδονήθηκε για πρώτη φορά στο άπειρο, σαν βγήκε υπό μορφή πνοής μέσα απ’ τα στήθια του Πατέρα. Είναι αρχαίο το πνεύμα σου από τα πολύ φωτεινά και τα προορισμένα να χαράξουν και να δείξουν την πορεία σε άλλα μεταγενέστερα πνεύματα. Πολλές ζωές έζησε, σε πολλά και διάφορα σώματα, τα περισσότερα με ονόματα που έμειναν χαραγμένα στην ιστορία. Ελάχιστες ήταν οι φορές που ενσαρκώθηκες σαν άσημος κι αφανής, αλλά και τότε ακόμη είχες σοβαρή αποστολή. Δεν θα σου πω άλλα για το παρελθόν, πιθανόν να τελματωθείς μέσα στο αφυπνισμένο «εγώ» σου αν τα’ ακούσεις όλα και να μην σε συγκινήσει η τωρινή σου αποστολή».
«Μα τι ακούω; Στα στερνά της ζωής μου τι αποστολή μπορώ να φέρω σε πέρας; Εγώ είμαι αδύναμος πια, δεν είναι ο καιρός μου που έπιανα την πέτρα και έβγαζα τον χυμό της. Και το μυαλό μου ακόμη, το νιώθω να κάνει ταξίδια προς το πουθενά και να μη θέλει να επιστρέψει πίσω. Σύντομα, θαρρώ πως θα με καλέσει κοντά του ο Πατέρας. Αλλά πες μου, έτσι για να μην μείνω με την απορία, σε ποιο σημείο θα μπορούσα να φανώ εγώ τώρα χρήσιμος, με ποιο τρόπο θα μπορούσα να προσφέρω στην θεία νομοτέλεια»;
«Στο καφενείο του χωριού που στάθηκες για να ξαποστάσεις, άκουσες την ιστορία που συζητούσαν εκείνοι τρεις ντόπιοι. Ξέρω ότι στ’ αυτιά σου αντηχούσε σαν παραμύθι, αλλά κατά βάθος ξέρεις ότι δεν είναι.
Και το ξέρεις, γιατί σκίρτησες όταν άκουσες κείνο το όνομα της κόρης, ξέρεις ότι οι δονήσεις του ονόματος είναι γνωστές, αλλά δεν θυμάσαι από πού. Δεν θυμάσαι που αυτό το όνομα το φώναζες τόσο τρυφερά, δεν θυμάσαι που προσέφερες τη ζωή σου την ίδια, πριν 2000 χρόνια, για να λάμψει το αστέρι της μονάκριβής σου κόρης, της Δωριίδας».
Συνεχίζεται...